- εικόνα, φορητή
- Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη ή από τους βίους της Παναγίας, των αγίων και των μαρτύρων. Οι φ.ε., σημαντικότατα αντικείμενα λατρείας κατά τους βυζαντινούς χρόνους, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να λατρεύονται από τους ορθόδοξους χριστιανούς. Κατά τον ίδιο τρόπο, φ.ε. αχειροποίητες, οι οποίες δεν έχουν φιλοτεχνηθεί από άνθρωπο ή έχουν δημιουργηθεί απευθείας από το πρωτότυπο, όπως οι φ.ε. της Παναγίας που αποδίδονται στον Ευαγγελιστή Λουκά, έχουν της αξία ιερής μαρτυρίας.
Η συνήθεια της λατρείας των φ.ε. προέρχεται πιθανότατα από την παλαιοχριστιανική λατρεία των ιερών λειψάνων ή και άλλων αντικειμένων, για τα οποία, επειδή ανήκαν σε έναν άγιο ή μάρτυρα ή βρίσκονταν κοντά του ή τα είχε έστω αγγίξει, οι χριστιανοί πίστευαν ότι διατηρούσαν θαυματουργές ιδιότητες. Τα σκεύη, όπου φυλάσσονταν τα άγια λείψανα, είχαν την παράσταση της μορφής του αγίου ή του μάρτυρα και με την πάροδο του χρόνου έγιναν αντικείμενο λατρείας, όπως το ίδιο το λείψανο.
Η τέχνη της φ.ε., και κατά κάποιον τρόπο και η τύχη της, συνδέονται στενότατα με την τέχνη και την ιστορία του Βυζαντίου (330-1453). Ενώ η διδακτική εικόνα ακολούθησε την εξέλιξη της μνημειακής και της μικρογραφικής βυζαντινής τέχνης, η λατρευτική εικόνα, στην προσπάθειά της να αποδώσει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του ιερού προσώπου και να τα διαιωνίσει, παρέμεινε περισσότερο προσηλωμένη στις παραδοσιακές μορφές. Η παραγωγή φ.ε. ξεκίνησε από τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και παρουσίασε σημαντική αύξηση κατά τον 6o και 7o αι., με τη γενίκευση της λατρείας των εικόνων. Το φαινόμενο μάλιστα προσέλαβε τόση έκταση ώστε τον 8o αι. προκάλεσε μια ανασταλτική εικονοκλαστική κίνηση, που αποσκοπούσε στην κατάργηση των φ.ε. και γενικότερα των παραστάσεων με ιερά πρόσωπα. Μετά την αναστάτωση της εικονομαχίας (725-843), η τέχνη των φ.ε. –που είχε διατηρηθεί σε μοναστήρια ή σε περιοχές όπου δεν είχε ισχύσει εντελώς η απαγόρευση της εικονολατρίας (π.χ. Παλαιστίνη)– γνώρισε νέα άνθηση και απέδωσε λαμπρά έργα όχι μόνο έως το τέλος της βυζαντινής εποχής αλλά και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, ανέδειξε τοπικές σχολές και εξαίρετους καλλιτέχνες μιας ολόκληρης σχολής, της Κρητικής, όπως τον Μιχαήλ Δαμασκηνό (β’ μισό 16ου αι.), τον Εμμανουήλ Τζάνε και πολλούς άλλους αγιογράφους, ενώ άσκησε επιρροή και στην τέχνη του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου (Ελ Γκρέκο).
Οι φ.ε. κατασκευάζονταν, στα παλαιότερα συνήθως χρόνια, με την τεχνική της εγκαυστικής (βλ. λ.), δηλαδή με χρώματα που αναμειγνύονταν με λιωμένο κερί και διατηρούνταν θερμά κατά την εκτέλεση του έργου. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της ωογραφίας, δηλαδή της ανάμειξης των χρωμάτων με αβγό, η οποία επίσης αντικαταστάθηκε κατά τους νεότερους χρόνους από την ελαιογραφία και το ψηφιδωτό.
Από τις σπουδαιότερες βυζαντινές φ.ε. είναι οι τρεις εικόνες του Σινά (6ος αι.): ο Χριστός, η Παναγία με δύο αγίους και ο άγιος Πέτρος. Ακολουθούν η Παναγία με το Βρέφος και ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος στο Κίεβο (7ος αι.), Επεισόδια από την ιστορία του Αβγάρου στη μονή του Σινά (9ος αι.), ο άγιος Παντελεήμων του Μουσείου Εικαστικών Τεχνών της Μόσχας (13ος αι.), ο άγιος Νικόλαος στη μονή Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου της Πάτμου (ψηφιδωτή, 11ος αι.), η Παναγία του Βλαντιμίρ της Πινακοθήκης Τρετιακόφ της Μόσχας (12ος αι.), ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων στο Βατικανό, οι μικρές ψηφιδωτές εικόνες της μονής Βατοπεδίου, της μονής Εσφιγμένου και της μονής Τατάρνας, ο άγιος Ιάκωβος της Πάτμου, η Θεοτόκος η Επίσκεψις του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας (ψηφιδωτή, 14ος αι.), η Σταύρωση του Βυζαντινού Μουσείου, καθώς και του ναού του Ελκομένου στη Μονεμβασία (μία από τις μεγαλύτερες φ.ε., 14ος αι.), ο Αρχάγγελος Μιχαήλ του Βυζαντινού Μουσείου της Αθήνας (14ος αι.) και πολλές άλλες.
Οι μεγάλες αμφιπρόσωπες εικόνες χρησίμευαν για τις επίσημες λιτανείες, όπου πάνω σε ένα κοντάρι παρουσίαζαν στους πιστούς και τις δύο όψεις. Οι πιο συνηθισμένες παραστάσεις ήταν η Παναγία (2) και η Σταύρωση (1), όπως σε αυτή την ωραία εικόνα, έργο του 15oυ ή του 16ου αι., στη Ζάκυνθο.
Φορητή εικόνα της Υπαπαντής, έργο του 12ου αι., της σχολής του Νόβγκοροντ (Μουσείο Νόβγκοροντ, Ρωσία).
Φορητή εικόνα του αγίου Ιωάννη, έργο του 17ου αι., της σχολής του Γιαροσλάβ (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα).
Φορητή εικόνα του Χριστού, έργο του 14ου αι., του Θεοφάνη του Έλληνα (Πινακοθήκη Τρετιακόφ, Μόσχα).
Οι μεγάλες αμφιπρόσωπες εικόνες χρησίμευαν για τις επίσημες λιτανείες, όπου πάνω σε ένα κοντάρι παρουσίαζαν στους πιστούς και τις δύο όψεις. Οι πιο συνηθισμένες παραστάσεις ήταν η Παναγία (2) και η Σταύρωση (1), όπως σε αυτή την ωραία εικόνα, έργο του 15oυ ή του 16ου αι., στη Ζάκυνθο.
Dictionary of Greek. 2013.